- θαλπόμενος
- θάλπωheatpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαποδύομαι — Α γδύνομαι ακόμη πιο πολύ («θαλπόμενος [ὑπὸ τοῡ ἡλίου] εἶτα καυματιζόμενος καὶ τὸν χιτῶνα τῷ ἱματίῳ προσαπεδύσατο», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω από πάνω μου»] … Dictionary of Greek